- συνδανείζομαι
- Α [δανείζομαι]συνάπτω πολλά συγχρόνως δάνεια, δανείζομαι από πολλούς ταυτόχρονα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεδανείσατο — συνδανείζομαι get together by borrowing aor ind mid 3rd sg συνεδανεΐσατο , συνδανείζομαι get together by borrowing aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)